Άρθρο του Χρήστου Κάτσικα
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών.
Πριν από λίγες μέρες, στις 9 Οκτωβρίου, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως κατά την ομιλία της στην ημερίδα με θέμα «Το εκπαιδευτικό σύστημα και η οικονομία: Η δόμηση του ανθρώπινου κεφαλαίου στην Ελλάδα», που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ανέπτυξε τους στρατηγικούς στόχους που διατρέχουν οριζόντια το κυβερνητικό πρόγραμμα για την παιδεία και αποτυπώνουν τις προτεραιότητες της κυβέρνησης για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ανάμεσα σε αυτούς ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη «μεγαλύτερη ελευθερία και μεγαλύτερη αυτονομία για σχολεία και Πανεπιστήμια» και στην «ουσιαστικότερη διασύνδεση με την αγορά εργασίας».
Η «αυτονομία» και η «διασύνδεση με την αγορά εργασίας» είναι ο κοινός τόπος των εκθέσεων της Ε.Ε., του ΣΕΒ και του ΟΟΣΑ, που μαζί με την «αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος», τη «μείωση του μισθολογικού κόστους» και τη «γενικευμένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση» αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια τις μόνιμες κατευθυντήριες γραμμές του νεοφιλελευθερισμού.
Η αυτονομία της σχολικής μονάδας σημαίνει την αποκοπή του δημόσιου σχολείου από την κρατική χρηματοδότηση και τη μετατροπή του σε εμπορευματοποιημένη και ιδιωτικοποιημένη ζώνη. Είναι η ευθεία αναζήτηση από τα σχολεία οικονομικών πόρων από την τοπική ή την ευρύτερη αγορά με αντάλλαγμα ιδεολογικές, πολιτιστικές και οικονομικές εξαρτήσεις στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, στην επιλογή και διαχείριση του προσωπικού, στους εκπαιδευτικούς στόχους και το κοινωνικό προφίλ κάθε σχολείου.
«Επιμέρους διατάξεις»
Δύο μέρες αργότερα, στις 11 Οκτωβρίου, το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι εισάγει προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή στα νομοσχέδια του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και του υπουργείου Υγείας «Επιμέρους Διατάξεις» που αφορούν την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας πτυχίων από κράτη-μέλη της Ε.Ε. και άλλες χώρες, τη μείωση των εισακτέων των ΑΕΙ, τις διαδικασίες διαχείρισης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, την αλλαγή του τρόπου επιλογής του σημαιοφόρου στις παρελάσεις του Δημοτικού Σχολείου και την ενίσχυση των «Πρότυπων Σχολείων».
Είναι φανερό ότι η επαναφορά ενός πλαφόν εισαγωγής σε συνδυασμό με τη μείωση των εισακτέων και την πριμοδότηση των πτυχίων των λεγόμενων κολεγίων κουρελιάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος και ανοίγει διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα για την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, μεγάλες τομές στις εκπαιδευτικές δομές θα περιλαμβάνει το πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει μέσα στο φθινόπωρο (πιθανότατα τον Νοέμβριο) το υπουργείο Παιδείας.
Η επιλογή νέων στελεχών για τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, η κατάργηση των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) και των συντονιστών, η επαναφορά (μετά από κρίση) των σχολικών συμβούλων με νέες αρμοδιότητες, η επιλογή-κρίση των πάνω από 10.000 διευθυντών σχολικών μονάδων και κυρίως η αξιολόγηση των 127.000 μόνιμων εκπαιδευτικών (αξιολογικό θεσμικό πλαίσιο) καταλαμβάνουν τα περισσότερα άρθρα του πολυνομοσχεδίου, ενώ παράλληλα θα υπάρχουν διατάξεις για τα Πρότυπα-Πειραματικά Σχολεία, για το νέο Λύκειο και κάποιες ρυθμίσεις που θα αφορούν μικροαλλαγές και «μπαλώματα».
Ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά. Οι πρώτες παρεμβάσεις με τα χαρακτηριστικά του επείγοντος για τη Νέα Δημοκρατία και το υπουργείο Παιδείας είναι οι αλλαγές στον «μηχανισμό» της εκπαίδευσης, που περιλαμβάνουν σε αυτή τη φάση την επιλογή νέων προϊσταμένων των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, την κατάργηση των ΠΕΚΕΣ και την επιλογή νέων σχολικών συμβούλων με σαφώς διαφορετικό ρόλο σε σχέση με το παρελθόν, καθώς βεβαίως και τους όρους κρίσης και επιλογής των περίπου 10.000 διευθυντών σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, των οποίων η θητεία τελειώνει με τη λήξη του τρέχοντος σχολικού έτους.
Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την κρίση και την επιλογή προσώπων, τα οποία θα διαδραματίσουν τον βασικό ρόλο στην επιχείρηση αξιολόγησης των 127.000 εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η αξιολόγηση των σχολείων και η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών περιλαμβάνονται στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κυβερνώντος κόμματος, δομικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της Ν.Δ., αλλά και μόνιμη συνταγή του ΟΟΣΑ καθώς αφενός αποτελεί τον βασικό μηχανισμό χειραγώγησης και πειθάρχησης των εκπαιδευτικών, αφετέρου δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την επιβολή νέων μέτρων μνημονιακής κοπής και έμπνευσης και ακόμη μεγαλύτερο βάθεμα της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής στον χώρο της νεολαίας των μαθητικών θρανίων.
Παράλληλα είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Η χειραγώγηση του εκπαιδευτικού σώματος και η ανάδειξη των «ημετέρων» σε στελέχη εκπαίδευσης, η συγκρότηση ενός σύνθετου μηχανισμού, ενός τμήματος καλοπληρωμένων στελεχών, των οποίων η μοναδική προσφορά στην εκπαίδευση θα είναι η καταδυνάστευση των μαχόμενων εκπαιδευτικών της τάξης, θα προσφέρει πολλά σε όσους εξασφαλίσουν μια θέση αξιολογητή, αλλά τίποτε απολύτως στο δημόσιο σχολείο.
Αντίθετα, θα αφυδατώσουν την εκπαιδευτική πράξη και θα εντείνουν περισσότερο τις ανισότητες. Η αξιολόγηση των σχολείων και η κατηγοριοποίησή τους θα απελευθερώσουν τις πολιτικές ανταγωνισμού και επιχειρηματικοποίησης της εκπαίδευσης, οι οποίες ευνοούν πάντοτε συγκεκριμένα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα.
Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων και οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, ενώ η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού, που εισάγεται στα κείμενα τα οποία δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, θέλουν να σπρώξουν τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», με την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Από την άλλη, η επίμονη αναφορά των κειμένων του ΣΕΒ και του ΟΟΣΑ στο «υψηλό μισθολογικό κόστος των εκπαιδευτικών» σε συνδυασμό με τη δόλια φιλολογία για τον μικρό μέσο όρο μαθητών ανά εκπαιδευτικό στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πριμοδοτούν τη στόχευση για «εξορθολογισμό και μείωση των δαπανών στην εκπαίδευση», που απλά σημαίνει λιγότεροι εκπαιδευτικοί, χαμηλότεροι μισθοί, εργασιακές σχέσεις γαλέρας, αλλά και λιγότεροι μαθητές, λιγότερα σχολεία, λιγότερα και «ξεχειλωμένα» τμήματα.
Εξετάζεται η περίπτωση άμεσης εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων με τον ισχύοντα νόμο, ώστε «να μπουν τα σχολεία σε κάποιο τύπο αξιολογικής διαδικασίας» και να μη χαθεί «το μεταρρυθμιστικό momentum της κυβέρνησης». Όπως επισημαίνει, με φανερή ανησυχία, αρθρογράφος φιλοκυβερνητικής εφημερίδας, τα κυβερνητικά επιτελεία ανησυχούν πως «δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το ευνοϊκό κλίμα θα συνεχίσει να υπάρχει στον ίδιο βαθμό, εάν δεν έχει παραχθεί άμεσα έργο που να αλλάζει την κακή εικόνα της εκπαίδευσης και δεν έχουν δεχθεί καίρια πλήγματα η κυρίαρχη κουλτούρα της δημοσιοϋπαλληλικής αφασίας και η ισχύς του παρακράτους των συνδικαλιστών, ανεξαρτήτως κόμματος-παράταξης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου για υβριστικό, προσβλητικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο, πριν εμφανιστούν δημόσια. Δε θα δημοσιεύονται, επίσης, σχόλια που περιέχουν προσωπικές επιθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΧΟΛΙΩΝ
1. Γράψτε το σχόλιό σας στο σχετικό πλαίσιο.
2. Γράψτε τα στοιχεία της λεκτικής επαλήθευσης (λατινικοί χαρακτήρες).
3. Aπό τη λίστα Eπιλογή ταυτότητας επιλέξτε Όνομα/Διεύθυνση URL και γράψτε το όνομα ή το ψευδώνυμό σας (δε χρειάζεται να συμπληρώσετε το πεδίο Διέυθυνση URL).
4. Πατήστε στην επιλογή ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ.
5. Ελέγξτε αν εμφανίστηκε το μήνυμα επιβεβαίωσης στο πάνω μέρος του παράθυρου σχολιασμού.