Άρθρο της Μαρίας Κεφαλά
Προτεραιότητα στην ποσοτικοποίηση και στον κατακερματισμό της γνώσης. Κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων, με οικονομική στήριξη για τα σχολεία που πετυχαίνουν τα "καλύτερα αποτελέσματα" και υποχρηματοδότηση για τα άλλα.
Στις 18 Μαΐου, 600 σχολεία, 6000 μαθητές της Στ΄ δημοτικού και 6000 της Γ΄ γυμνασίου γίνονται τα πειραματόζωα της κυβερνητικής πολιτικής.
Ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, η Νίκη Κεραμέως προχωρά σε όλες τις εφαρμογές των διατάξεων που ψηφίστηκαν στο νομοσχέδιο με τον βαρύγδουπο τίτλο: «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» και εφαρμόζει το άρθρο 104, με τίτλο «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος».
Τι είναι;
Το Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών (Programme for International Student Assessment) είναι μία εκπαιδευτική έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια (από το 2000 έως σήμερα), υλοποιείται από διεθνή ερευνητικά ιδρύματα (PISA Consortium) υπό την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) και τη συνεργασία των συμμετεχουσών στην έρευνα, χωρών.
Τα αποτελέσματα συλλέγονται ανώνυμα και δεν συνεκτιμώνται στους βαθμούς των μαθητών, ενώ οι μαθητές θα κληθούν να απαντήσουν σε ένα εύρος ερωτήσεων κλειστού τύπου. Οι διαγωνιστικές αυτές εξετάσεις θα επαναλαμβάνονται ετησίως. Φορέας υλοποίησης του PISA 2021 στην Ελλάδα είναι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
Τι αξιολογεί το PISA
Κύριος στόχος του Προγράμματος PISA είναι η αξιολόγηση του εύρους των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών που βρίσκονται στο τέλος της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης, βάσει των οποίων διαμορφώνεται, σε σημαντικό βαθμό, η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή τους στις σύγχρονα δομημένες κοινωνίες.
Εκκινώντας, επομένως, από ένα κοινά καθορισμένο και διεθνώς αποδεκτό πλαίσιο εργασίας, το πρόγραμμα PISA συλλέγει πληροφορίες για τις επιδόσεις των 15χρονων συμμετεχόντων μαθητών και, την ίδια στιγμή, ανιχνεύει όψεις και δυνατότητες της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που λαμβάνουν μέρος στην αξιολόγηση.
Κάθε συμμετέχουσα χώρα έχει, λοιπόν, τη δυνατότητα να αντλεί μέσω του προγράμματος αυτού χρήσιμα στοιχεία για το εκπαιδευτικό της σύστημα, κατορθώνει να κατανοεί τα θετικά στοιχεία και τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού της σχεδιασμού και, εντέλει, ανατροφοδοτείται σχετικά με το βαθμό αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού της έργου ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πρακτικές εκπαίδευσης και αγωγής των άλλων συμμετεχουσών χωρών.
Καλέ, αυτό ακούγεται καλό! - Ούτε να το σκέφτεστε... και εξηγούμε γιατί:
Η θέσπιση της «ελληνικής PISA» δεν είναι ένας αθώος σχεδιασμός του ΥΠΑΙΘ.
«Μπορούμε να σχεδιάσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την πολιτική μας πετυχαίνοντας περισσότερα» μας λέει λίγο πριν την πρεμιέρα της ελληνικής PISA η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως και το εννοεί.
Η πολιτική που σχεδιαζόμουν και θέλουν πετύχουν μέσω PISA είναι η εξής: Αξιοποίηση των αποτελεσμάτων για την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, με σκοπό την κατηγοριοποίηση των σχολείων.
Ανάπτυξη ενός δικτύου προνομιακών σχολείων, των πρότυπων και πειραματικών, με στόχο την πρόοδο μιας ολιγάριθμης μαθητικής ελίτ.
Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής που, σε συνάρτηση με την Τράπεζα θεμάτων, με την οποία συνδέονται, ενθαρρύνει την αποστήθιση και τη ρηχή γνώση.
Προώθηση συγκεκριμένης αντίληψης για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τους μαθητές.
Κατάρτιση αντί για εκπαίδευση. Έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δημιουργία φθηνού εργατικού δυναμικού.
Προγράμματα σπουδών «α λα καρτ», σύμφωνα με τις «ιδιαίτερες ανάγκες» των μαθητών τους, δηλαδή προγράμματα ανάπτυξης συγκεκριμένων γνώσεων και δεξιοτήτων.
Ποσοτικές μετρήσεις με όχημα τα «διαγνωστικά τεστ» είναι εκείνες που θα αποφανθούν για την «αποτελεσματικότητα» του εκπαιδευτικού συστήματος, τις «επιδόσεις των σχολείων» και θα διαμορφώσουν στη συνέχεια και τις παρεμβάσεις της Πολιτείας και τις "μεταρρυθμίσεις" που θα υιοθετηθούν.
Στις προσταγές του ΟΟΣΑ
Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ δίνει τα προστάγματα:
«...η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών» επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Σε παλαιότερη σχετική ανακοίνωσή της η ΟΛΜΕ σημείωνε τα εξής:
«Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια σοβαροφανή και επιστημονικοφανή μεθοδολογία που νομιμοποιεί σε τελική ανάλυση ένα ανταγωνιστικό, αγοραίο και εξετασιοκεντρικό πρότυπο εκπαίδευσης την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων.
Το θεωρητικό μοτίβο είναι απλοϊκό, αλλά ηγεμονικό ταυτόχρονα: υιοθετήστε ότι "αποδίδει", αξιολογήστε σωστά τα σχολεία σας, μετρήστε με ακρίβεια, εξασκήσετε σωστά τους μαθητές σας στις "βασικές δεξιότητες" και θα βελτιωθεί συνολικά η εθνική απόδοσή σας, άρα και η ευημερία.
Αυτός είναι πολύ συνοπτικά, ο πλασματικός κόσμος της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: κριτήρια, δείκτες, εκθέσεις αξιολόγησης, μέτρηση, ανταγωνισμός και ασφαλώς επιχειρηματικότητα».