Δικαίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Η απόφαση 660/2018 του ΣτΕ δεν έπεσε από του πουθενά στους νομικούς κύκλους και στη δημόσια συζήτηση. Τοποθετείται σε μια ευρύτερη προστατευτική κινητικότητα που υπερασπίζεται τα κεκτημένα της Εκκλησίας, όπως αυτά νοούνται από ορισμένους δικαστές. Από δικαστές κάθε βαθμίδας που ενεργούν ως όργανα μιας αυτόκλητης εθνοθρησκευτικής ορθότητας που παρακάμπτει, αν δεν διεμβολίζει, τη νομιμότητα και το πλέγμα κανόνων δικαίου που ρυθμίζει τα βασικά της έννομης τάξης μας. Η απόφαση, λοιπόν, έκρινε ότι δεν είναι σύννομη με το Σύνταγμα η απόφαση που υπουργού Παιδείας που αναθεώρησε το περιεχόμενο των βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Η πλειοψηφία των δικαστών (14/19) τράβηξε από τα μαλλιά τους σχετικούς κανόνες δικαίου και έπλασε μια απόφαση (περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα) στα μέτρα των αιτούντων την ακύρωση: του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ και την Εστία Πατερικών Μελετών, μεταξύ άλλων. Στην απόφαση μειοψήφησαν 5 σύμβουλοι. Τρεις ακόμη αν και δεν συμφώνησαν με τις σκέψεις της πλειοψηφία τάχθηκαν στο τέλος με αυτή, ακυρώνοντας την ορθή ερμηνεία που διατύπωσαν. Είναι γλυκιά βέβαια η συμπόρευση με την πλειοψηφία του προέδρου...
Η απόφαση αποτελεί μνημείο. Γιατί θα την μελετάνε σήμερα και στο μέλλον στα μαθήματα που αφορούν τα δικαιώματα του ανθρώπου, τη θρησκευτική ελευθερία και την ισότητα, για τις ασυναρτησίες, τον τυφλό θρησκευτικό δογματισμό, τις τις αντιφάσεις και τα παιδαριώδη λάθη της. Γιατί αποτελεί κείμενο απολογητικό μιας άλλης εποχής, ωσάν να υπαγορεύτηκε από τους αιτούντες και σαν να μη γράφτηκε από έγκριτους νομομαθείς, δικαστές του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου μας. Γιατί, αντί για το δίκαιο εφαρμόζει μία κατά βούληση ερμηνεία των Γραφών.
Ας δούμε τι γράφεται στην απόφαση των δικαστών της πλειοψηφίας, η οποία αναφέρεται λαθεμένα στην «επικρατούσα θρησκεία» ως διατύπωση με κανονιστικές συνέπειες: «η αναφορά ως επικρατούσης θρησκείας … αποτελούσε εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων συνταγμάτων … και συνιστά βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της χώρας» [παρ. 14].
Η άποψη αυτή είναι πρωτοφανής, καθώς η θεώρηση της επικρατούσης θρησκείας ως στοιχείου της συνταγματικής παράδοσης με κανονιστικές συνέπειες είναι παντελώς αβάσιμη, καθώς στα πρακτικά της αναθεωρητικής Βουλής του 1975 όλοι συμφωνούν πως η αναφορά γίνεται μόνο για ιστορικούς λόγους. Διαφορετικά θα είχαμε εγκαθιδρύσει θεοκρατικό κράτος.
Κατά την πλειοψηφία, το άρθρο 16 παρ.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο μέριμνα του κράτους είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών, «
η έννοια της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι, εν όψει της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά οποιοδήποτε θρήσκευμα … ως ανάπτυξη νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως» [παρ. 14], δηλαδή αυτής που υπαγορεύει η Ορθόδοξης πίστη.
Εδώ έχουμε μια ακόμα πρωτοφανή κρίση, ότι η θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων πολιτών περιορίζεται σε ένα και μόνο δόγμα και θρησκεία.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία το άρθρο 16 παρ. 2 απευθύνεται αποκλειστικά στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή άθεους.
Η απόφαση, λοιπόν, διερευνά και το περιεχόμενο του μαθήματος στον μονόδρομο που έχει επιλέξει, αναλαμβάνοντας με πατρική στοργή να προστατεύει τους αβοήθητους μαθητές από τις κακοτοπιές και την αμφιβολία: «χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες … ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών … δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων, εκπαίδευση θρησκειολογικού χαρακτήρος».
Σύμφωνα με το ΣτΕ, λοιπόν, το μάθημα αυτό δεν πρέπει να καλλιεργεί αμφιβολίες ούτε να περιλαμβάνει συγκριτικά στοιχεία, τα οποία επιτρέπεται να παρέχονται μόνο στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων. Όχι όμως στα «ιερά» θρησκευτικά, τα οποία πρέπει βέβαια να έχουν ομολογιακό χαρακτήρα, μονοδιάστατο και αποκλειστικά ορθόδοξο. Η θέση αυτή όχι μόνο είναι παρωχημένη, αλλά αντίκειται και την ΕΣΔΑ και την νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (την οποία εργαλειακά και στρεβλά επικαλείται η πλειοψηφία).
Η καλλιέργεια του δημοκρατικού πλουραλισμού είναι υποχρέωση του κράτος, όπως και η ανάπτυξη της γνώσης και της συνείδησης όλων των ανθρώπων.
Καμία υποχρέωση δεν υπάρχει για κανέναν άνθρωπο να ακολουθήσει μία και μόνη υπόδειξη ως προς την θρησκευτική πίστη ή την έλλειψή της. Σε σειρά αποφάσεών του το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει υποστηρίξει ότι η αρχή του πλουραλισμού είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, ότι δεν επιτρέπεται στο κράτος να ακολουθεί οποιοδήποτε πρόγραμμα κατήχησης, και ότι εάν γίνεται διδασκαλία βασισμένη και μόνο στην επικρατούσα θρησκεία, η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών δεν διασφαλίζει την αρχή του πλουραλισμού (αποφάσεις: Campbell and Cosans v UK, 1982, Kjeldsen, Busk Madsen and Pedersen v Denmark, 1976, Hasan and Eylem Zengin v Turkey, 2007, Folgero and Others v Norway, 2007).
Στην ίδια γραμμή, το ΣτΕ κρίνει ότι «το κράτος δεν μπορεί να στερήσει από τους μαθητάς [sic] που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα … να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των» [παρ. 15]. Η θέση αυτή είναι απολύτως αστήρικτη. Το δικαίωμα στη θρησκευτική εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει αξίωση αποκλειστικότητας και αποκλεισμού της γνωριμίας άλλων δογμάτων/θρησκειών. Μάλιστα το ΣτΕ εφευρίσκει και μια δικής του έμπνευσης παραδοχή ότι η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση στηρίζεται στην απαγόρευση του αναστοχασμού: «με τη σύγχυση που προκαλείται και με τον επιδιωκόμενο αναστοχασμό των μαθητών … κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση» [παρ. 19].
Το ΣτΕ έρχεται να προστατεύσει το έθνος και το κράτος από το παραστράτισμα, και δεν είναι η πρώτη φορά.
Σύμφωνα με την κριτική που ασκεί η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου: «Η ανώτατη δικαιοσύνη της χώρας μας κρίνει ότι δικαιούται να τέμνει δογματικά ζητήματα συμπεριφερόμενη ως οικουμενική σύνοδος… Το ΣτΕ αναγορεύει εαυτόν σε παιδοψυχολογική αυθεντία ελέγχοντας το κατά πόσο και από ποιά ηλικία παρίσταται ακίνδυνη η γνωριμία με το διαφορετικό. Συμπτωματικά ίσως, η τελευταία αυτή απόφαση έχει τον ίδιο εισηγητή με [εκείνη] που έκρινε ότι η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά μεταναστών έθετε τάχα σε κίνδυνο την επιβίωση του έθνους (Βλ. «Η Οικουμενική Σύνοδος του ΣτΕ απεφάνθη», ΕλΕΔΑ, 23.3.2018).
Με λίγα λόγια, το ΣτΕ διολίσθησε από αυτό που είναι η δουλειά του. Ενώ καταστατικά οφείλει να κάνει έλεγχο νομιμότητας, αναλαμβάνει –για το καλό των Ορθοδόξων βλαστών του ελληνικού λαού- να κάνει ένα μεγάλο άλμα, μάλλον προς στο κενό.
Να διατυπώσει ουσιαστικές εκτιμήσεις ως προς το επιτρεπτό της ανάμιξης διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων καθώς και για την ορθότητα και πληρότητα της αναφοράς στο ένα ή το άλλο δόγμα.
Λέει λοιπόν, η πλειοψηφία, ότι το μάθημα των θρησκευτικών (όπως έχει σήμερα): «περιλαμβάνει διδασκαλία δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων διαφόρων, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκειών … προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία των ορθοδόξων μαθητών … με τη διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος επιδιώκονται στόχοι αναγόμενοι σε άλλα διδακτικά αντικείμενα, όπως κοινωνιολογία, φιλοσοφία, πολιτική αγωγή, οικολογία, τέχνες κ.ά. … η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως είναι ελλιπής κατά το περιεχόμενο, δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές … δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα, ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως αγαπημένος φίλος, όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου … δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στη διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και των άλλων δογμάτων … η αναφορά στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών περιλαμβάνει πλήθος υπερβολικά λεπτομερειακών στοιχείων» [παρ. 18].
Η μυωπική πλειοψηφία που προσυπογράφει την απόφαση (Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Μπραΐμη, Θ. Τζοβαρίδου, Κ. Νικολάου, Μ. Σωτηροπούλου, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι) θέτει ένα αρχικά ενδιαφέρον, αλλά «ύπουλο» ζήτημα ως προς την ισότητα των Ορθοδόξων με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες [παρ. 14].
Αφού λοιπόν, οι υπόλοιπες κοινότητες όντως λαμβάνουν θρησκευτική εκπαίδευση στα δικά τους θρησκευτικά πιστεύω με ομολογιακό χαρακτήρα, γιατί όχι και οι «δικοί μας» Ορθόδοξοι;
Η απάντηση βέβαια που δίνει η απόφαση είναι ότι στα κοινά ελληνικά σχολεία θα πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών ως ορθόδοξο κατηχητικό μάθημα, και κάθε θρησκευτική κοινότητα τα δικά της σε ένα μοντέλο που θα μοιάζει με αυτό του κοινοτικού κατακερματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βάση τα μιλέτ.
Ο εξισωτισμός προς τα κάτω είναι ασφαλώς εύκολος αλλά και πονηρός.
Οι μειοψηφίες
Την τιμή του ΣτΕ έσωσαν οι πέντε Σύμβουλοι που μειοψήφησαν (Ι. Μαντζουράνης, Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος και Α. Μ. Παπαδημητρίου), οι οποίοι με στέρεο σκεπτικό, ορθή αναφορά στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου έδειξαν ότι η μη επιβολή μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοσμοθεωρίας δεν αντίκειται στην συνταγματικής μας τάξη (παρ. 15).
Αφού ορθά προέταξαν την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης που αποτελεί ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 Σ), έκριναν, ορθά, ότι «το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει "πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα" πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι "αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική" και να μην επιδιώκει "κατηχητικό σκοπό". Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η οποία είναι και η επικρατούσα σήμερα, το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, «διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με "επιβολή θρησκευτικής συνείδησης" συγκεκριμένου περιεχομένου, η οποία αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος».
Αποτέλεσμα θα ήταν να ματαιωθεί «το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο».
Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που απεύχεται η πλειοψηφία των μελών του ΣτΕ. Εδώ μπορεί να εξαχθεί ένα ενδιάμεσο συμπέρασμα: ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις και την θρησκευτική αγωγή των παιδιών τους εκτός σχολείου με όποιον τρόπο θέλουν (βλ. κατηχητικό κλπ). Δεν είναι δουλειά, δηλαδή, του δημόσιου σχολείου να προσφέρει κατήχηση ορθόδοξη ή οποιαδήποτε άλλη στα μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Εύστοχη, αλλά άτολμη κατά την τελική ψηφοφορία, αφού συντάχθηκε με την πλειοψηφία, η συγκλίνουσα γνώμη τριών δικαστών (του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, και Μ. Σωτηροπούλου):
«Η θρησκευτική αγωγή, από την μία μεν πλευρά δεν επιτρέπεται να υπερβεί τον χαρακτήρα της ως “έγκυρης” μεν, αλλά, πάντως, “πρότασης” για την συγκρότηση ελεύθερων συνειδήσεων, ικανών για τις δικές τους προσωπικές επιλογές και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτό να μεταβάλλεται σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση».
Όπως σημειώνουν οι τρεις «…είναι ασφαλώς ελεύθερη η Πολιτεία να επιλέγει και να καθορίζει κανονιστικά το περιεχόμενο της σχετικής αγωγής κατά την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και τα πορίσματα της παιδαγωγικής επιστήμης, μη ελεγχόμενη δικαστικά στις επιλογές της αυτές παρά μόνον ως προς την τήρηση των πιο πάνω συνταγματικών υποχρεώσεων».
Η απόφαση, επίσης, στηρίζεται σε μεγάλη αναφορά από χωρίς των σχολικών βιβλίων τεκμηριώνοντας κατά πόσο μη ορθόδοξα είναι όλα αυτά τα οποία διδάσκονται οι νέες γενεές των Ελλήνων.
Είναι τόσο αναλυτική η παράθεση που δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ελέγξει τη βασιμότητα των αναφορών.
Εξάλλου, θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι η έρευνα έγινε από κάποιον από τους αιτούντες οι οποίοι προσέφεραν την τεκμηρίωση στο (θρησκευτικό) δικαστήριο. Έγινε έλεγχος σε δύο από τις πολλές αναφορές.
Μας λέει η απόφαση ότι στην «ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου».
Ωστόσο, η αναφορά του Χριστού ως «ξένου» προέρχεται από τα κείμενα:
Στον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής, «…. ο Ιωσήφ θεασάμενος / προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων: Δός μοι τούτον τον ξένον, Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω./ Δος μοι τούτον τον ξένον, /ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον./ Δος μοι τούτον τον ξένον, /ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον./ Δος μοι τούτον τον ξένον….»
Μήπως και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν έχει αναφερθεί στον Χριστό ως «πρόσφυγα»;
Ως προς το δεύτερο: είναι ψευδές ότι ο Χριστός δεν αναφέρεται ως Σωτήρας, υπάρχει σαφής αναφορά στη σελ. 91 του βιβλίου με απόσπασμα του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου (12, 47).
Η απόφαση εκτός από την ποιοτική, παραπλανητική και με αυστηρά δογματικά κριτήρια όπως φαίνεται, αποτίμηση των βιβλίων εκτιμά ότι και ποσοτικά δεν είναι επαρκής ο χρόνος που αφιερώνεται στην διδαχή της Ορθόδοξης πίστης, εάν αφαιρέσει κανείς την (σκάρτη) ύλη που αναφέρεται σε άλλα δόγματα και θρησκείες.
Εν τέλει, απόφαση αυτή, επαναφέρει το ερώτημα που μας ταλαιπωρεί δεκαετίες τώρα. Χωρισμός εκκλησίας-κράτους ή ασφυκτικός εναγκαλισμός σε βάρος της Δικαιοσύνης;
*Ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη γόνιμη συζήτηση που συνέβαλε στην τελική μορφή του κειμένου αυτού τον Μιχάλη Τσαπόγα και τον Ανδρέα Τάκη.