της Τασούλας Τσιλιμένη,
Καθηγήτριας Παν. Θεσσαλίας, Συγγραφέα.
Αναδημοσίευση από τον Αναγνώστη.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο συγγραφείς της λογοτεχνίας ενηλίκων να γράφουν λογοτεχνικά κείμενα και για παιδιά. Ο Β. Αλεξάκης, πεζογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός, χρονογράφος, μας δίνει το βιβλίο για παιδιά με τίτλο «Γιατί κλαις;» και μας ξαφνιάζει με αυτό το ερωτηματικό; Πριν ανοίξω το βιβλίο και στο σύνηθες ύφος, του περιεχομένου και της θεματικής των παιδικών βιβλίων, της συγγραφικής πρόθεσης και της ενίοτε καλά κρυμμένης παιδαγωγικής, εικάζω ότι θα διαβάσω ένα κείμενο για κάποιο κακομαθημένο παιδί -σαν αυτό του εξωφύλλου – που όλο ζητά και ζητά και ζητά και ταλαιπωρεί τους γονείς και με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένο, ώσπου στο τέλος κάτι συμβαίνει και μαθαίνει.
«Βάλε το παλτό σου! Πού είναι τα παπούτσια σου; Πήγαινε να βρεις τα παπούτσια σου! Τι θέλεις τώρα, να φας κανένα σκαμπίλι; Τι με κοιτάς έτσι; Πήγαινε να βρεις τα παπούτσια σου είπα!… ».
Η αρχή του κειμένου με καθηλώνει, όπως και η αμεσότητα λόγου που απευθύνεται σε ένα παιδί, εικονογραφικά τρομαγμένο, ενώ προσπαθεί να ντυθεί. Δεν αποκαλύπτει το κείμενο το πρόσωπο που μιλάει. Η εικονογράφηση φωτογραφίζει το ύφος των εντολών και του μονολόγου με ένα τεράστιο Β(«Βάλε») που έχει μετατραπεί σε ένα στόμα με δόντια που εξέχουν. Η επόμενη σελίδα σκιαγραφεί τεράστια πόδια σε γυναικεία παπούτσια και έτσι αποκαλύπτεται η φωνή της μητέρας που απευθύνεται στο παιδί της.
Η απουσία αφηγητή δεν είναι συχνό φαινόμενο στην παιδική λογοτεχνία. Ο Αλεξάκης ευρηματικότατος, όχι μόνο με την επιλογή του θέματος, αλλά και με τον τρόπο που επιλέγει να μας σκιαγραφήσει τη συμπεριφορά, τη σχέση μητέρας και παιδιού, με αφορμή το επεισόδιο της προετοιμασίας της πραγματοποίησης μια βόλτας στο πάρκο. Όλο το κείμενο είναι μια εντολή, με ύφος που κάθε άλλο παρά ενισχύει την μέχρι τώρα εικόνα της μητέρας, ακόμη και της εργαζόμενης μητέρας, όπως περιγράφεται σε βιβλία για παιδιά. Ανατρέπει το κείμενο και η εικονογράφηση το μητρικό πορτρέτο που είναι υπεράνω κάθε κούρασης, προσωπικού θέλω, με απεριόριστη υπομονή και με πρόθεση προστασίας και πάντα την συναισθηματική ισορροπία του παιδιού, κ.λπ.(βλέπε π.χ. «Ο φίλος μου ο Κρένσο, Κ. Άπλιγκέιτ, Ψυχογιός», «Τι κρατάει η μαμά, Π. Πλησή, Ψυχογιός», που ενώ είναι άνεργες και αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα επιβίωσης της οικογένειας, δεν αποκαλύπτουν στα παιδιά που ρωτούν, την αλήθεια, είναι υπομονετικές και γλυκές).
Το βιβλίο σκιαγραφεί και άλλα δευτερεύοντα θέματα, όπως η θέση της μητέρας/γυναίκας στο σπίτι, τη θέση του πατέρα.
«…Με περιμένουν ένα σωρό δουλειές, ένα σωρό…Ο πατέρας σου έρχεται νωρίς σήμερα…». Και η απειλή, η αναπαραγωγή στερεοτυπικών κλισέ φράσεων που αποκαλύπτει σχέσεις εξουσίας, και την αδύναμη θέση του παιδιού:
«..θα το πω στον πατέρα σου! Θα τον πιάσουν τα νεύρα του, όπως την τελευταία φορά. Θυμάσαι τι σου έκανε την τελευταία φορά, ε;».
Ενδιαφέρον στο βιβλίο έχει το γεγονός ότι αυτή η σκόπιμη εκ μέρους του συγγραφέα αφωνία του παιδιού, από τη στιγμή που ξεκινά η προετοιμασία της βόλτας, μέχρι το τέλος της. Το βλέπουμε όμως να δρα μέσα από τα λόγια της μητέρας: «Μην πατάς μέσα στα νερά, βρε παιδάκι μου!…τι γκρινιάζεις τώρα; Καλά θα σου πάρω σοκολάτα…»και έτσι αναδεικνύεται η παρουσία του που αποτελεί και το κέντρο βάρους της αφήγησης. Παρουσιάζεται ένα παιδί που ενώ δεν μιλά, είναι τόσο παρόν, όπως το εικονογραφεί με εκφραστική λιτότητα ακολουθώντας το κείμενο, ο Ανδρικόπουλος και με το αγαπημένο του κόκκινο χρώμα.
Μέσα από το λόγο της μητέρας διακρίνει ο αναγνώστης το «ενδιαφέρον της», αλλά τον απαράδεκτο τρόπο συμπεριφοράς της. Φαινομενικά ανταποκρίνεται στην ανάγκη του για βόλτα, στην επιθυμία του για σοκολάτα και προσπαθεί να του μάθει τρόπους «Πού τη βρήκες αυτή την μπάλα; Δώσ΄τη στο παιδάκι!…Γιατί παίρνεις τα παιχνίδια των άλλων;…Μη βάζεις τα χέρια στη μύτη…», αλλά ο λόγος της δείχνει ότι όλη αυτή η βόλτα είναι μια αγγαρεία για κείνη. Ο συγγραφέας τονίζει τη στέρηση κάθε πρωτοβουλίας του παιδιού, κάθε επιθυμίας του, το δικαίωμα στο λόγο, το δικό του λόγο, κυρίως της ανάγκης του για παιχνίδι και εν τέλει τη στέρηση της παιδικότητας.
Πρόκειται για ένα τόσο ρεαλιστικό κείμενο που εύλογα γεννά το ερώτημα εάν τελικά επιλεγεί από τους ενήλικες διαμεσολαβητές, είτε να αγοραστεί είτε να διαβαστεί, ώστε να φτάσει στο παιδικό αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό γιατί αφορά, όπως σωστά επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο, «..ώριμα παιδιά και ανώριμους γονείς».
Αναμφίβολα το συγκεκριμένο βιβλίο ισχυροποιεί την άποψη της θεωρητικού της παιδικής λογοτεχνίας S. Becket για crossover εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, δηλαδή βιβλία με τυποεκδοτικά χαρακτηριστικά για παιδιά, που αφορούν ενήλικες. Βιβλία με γλώσσα που δεν «μασάει» και αποκαλύπτει μια όχι πολύ σπάνια καθημερινότητα και ίσως γιαυτό χαλάσει τη διάθεση κάποιων που θα βιαστούν να δουν την αρνητική πλευρά της …τόλμης.
Βασίλης Αλεξάκης,"Γιατί κλαις;", Εικονογράφηση: Ν. Ανδικόπουλος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου για υβριστικό, προσβλητικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο, πριν εμφανιστούν δημόσια. Δε θα δημοσιεύονται, επίσης, σχόλια που περιέχουν προσωπικές επιθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΧΟΛΙΩΝ
1. Γράψτε το σχόλιό σας στο σχετικό πλαίσιο.
2. Γράψτε τα στοιχεία της λεκτικής επαλήθευσης (λατινικοί χαρακτήρες).
3. Aπό τη λίστα Eπιλογή ταυτότητας επιλέξτε Όνομα/Διεύθυνση URL και γράψτε το όνομα ή το ψευδώνυμό σας (δε χρειάζεται να συμπληρώσετε το πεδίο Διέυθυνση URL).
4. Πατήστε στην επιλογή ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ.
5. Ελέγξτε αν εμφανίστηκε το μήνυμα επιβεβαίωσης στο πάνω μέρος του παράθυρου σχολιασμού.