Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

«Τα Χριστούγεννα της κυρίας Μίνας»



Διήγημα της Έφης Τσιρώνη
Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.

Φέτος το ταξίδι θα ήταν μικρό. Ντροπή, βέβαια, ακόμα και να το σκέφτεται όταν υπήρχαν τόσο πολλοί που για άλλη μια χρονιά δεν θα μπορούσαν να γιορτάσουν ούτε μ’ έναν καφέ στην πλατεία, η Μίνα όμως είχε πολλά ταξίδια στις αποσκευές της, μεγάλα και χορταστικά τα περισσότερα, τυλιγμένα τώρα στην εξωραϊστική αίγλη των παλιών καιρών. Δεν ήθελε να λιμνάζει στο παρελθόν, είχε ζήσει όμως πολλά χρόνια ήδη για να μπορεί να το αποφύγει. Αν και ούτε αυτό ήθελε να το σκέφτεται, ίσως να ήταν επίσης κάτι γεροντικό, εκείνο το καθ’ έξιν αναμάσημα του παρελθόντος όσων έχουν φτάσει να κοιτάζουν το μέλλον στο βάθος του περιώνυμου τούνελ σαν εξασθενημένη αναλαμπή. Αλλά δεν ήταν ακόμα τόσο γριά, ούτε και τόσο αχάριστη, και το χριστουγεννιάτικο ταξίδι της θα το ζούσε ως αυτό που ήταν: ένα πολύτιμο δώρο. 

Το αεροδρόμιο ήταν προοίμιο της γιορτής. Το θεόρατο δέντρο έξω, ένα απόλυτα συμμετρικό, βιομηχανικό μνημείο των Χριστουγέννων, με ανθεκτικά στα καιρικά φαινόμενα, ογκώδη σαν από έλατο γίγαντα στολίδια, και φώτα γερά στερεωμένα με ατσαλόσυρμα από τον φόβο του αέρα που έδερνε τσουχτερός. Άπλετο φως και απολαυστική ζέστη μέσα, μια πολλαπλασιασμένη από τα πολλά ανθρώπινα σώματα θέρμη που έκανε τα παγωμένα μάγουλά της να μυρμηγκιάσουν ακαριαία αντιδρώντας στη θερμοκρασιακή διαφορά μόλις η αυτόματη γυάλινη πόρτα έκλεισε πίσω της. Η μουσική, βέβαια, θα μπορούσε να είναι κάτι πιο αξιοπρεπές απ’ αυτή τη νερουλή εορταστική κονσέρβα, ποτέ όμως δεν μπορούσες να τα έχεις όλα, και η Μίνα που κάποτε τα είχε, το ήξερε καλά. Κοντοστάθηκε να ξεκουμπώσει το παλτό της και να βγάλει το καπέλο και τα γάντια της, κι ύστερα ξεκίνησε για το σημείο συγκέντρωσης του γκρουπ. Το όργιο υπερκατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος την είχε ζεστάνει σε χρόνο μηδέν, φωτίζοντας μ’ ένα σχεδόν ακούσιο χαμόγελο το ακόμα όμορφο πρόσωπό της, μια έκφραση ευχαρίστησης που οφειλόταν περισσότερο σε οργανική αντίδραση παρά σε οτιδήποτε άλλο. Το ανθρώπινο σώμα αντιστέκεται στη χρόνια υγρασία και την επαναλαμβανόμενη παγωνιά τσιρίζοντας και κοπανώντας τις γροθιές του σαν κακομαθημένο πεντάχρονο που δεν του γίνεται το χατίρι, αμέσως όμως μόλις του πετάξεις μια καραμέλα θαλπωρής, ξεχνάει τα πάντα και σε ανταμείβει με το γλυκύτερο χαμόγελο. 

Είχε φτάσει επίτηδες πολύ νωρίς, και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι κανένας από τους υπόλοιπους δεν θα είχε εμφανιστεί ακόμα, αν και στο βάθος τής φάνηκε ότι διέκρινε ένα κόκκινο καπέλο όπως αυτό που η Αμαλία δεν εννοούσε να ξεκολλήσει απ’ το κεφάλι της δέκα χειμώνες τώρα. Ο Θεός να το κάνει καπέλο, δηλαδή. Μάλλον ό,τι πιο άσχημο είχε υπάρξει ποτέ στη μακραίωνη ιστορία της πιλοποιίας, το καπέλο της Αμαλίας ήταν ένας συνδυασμός πλεκτού και βινύλ σκουφιού με γείσο, περαιτέρω επιβαρυμένου από το κραυγαλέο χρώμα του, το οποίο παρά τα τόσα χρόνια συνεχόμενης χρήσης φαινόταν αποφασισμένο να μην ξεθωριάσει ποτέ. Και να που τώρα η φιλενάδα της θα το κουβαλούσε στη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και το Μόναχο, περιφέροντάς το επί τέσσερις ολόκληρες μέρες σε λαμπρά στολισμένες, λιθόστρωτες πλατείες, ανάκτορα με πορσελάνινες, χρυσοποίκιλτες σόμπες, σκοτεινούς, αυστηρούς καθεδρικούς ναούς, λευκά κάστρα και υπαίθριες αγορές αρωματισμένες με κανέλα, γαρίφαλα και γλυκάνισο, τα μπαχαρικά του κόκκινου κρασιού που σιγόβραζε στα βαυαρικά καζάνια. 

Ήταν σαν να τα έβλεπε ήδη όλα. Τα δέντρα που φάνταζαν σχεδόν μαύρα μέσα στα πυκνά, περίκλειστα, άγρια δάση, κάποια εξευμενισμένα από ευφάνταστους ζαχαροπλάστες που είχαν βαφτίσει με τα ζοφερά ονόματά τους τα πιο λαχταριστά γλυκά, το πάντα παρθένο χιόνι στους δρόμους των παραμυθένιων χωριών να αναλάμπει στο κίτρινο φως των σιδερένιων φανοστατών, τόσο παλιομοδίτικων που θα ’παιρνες όρκο ότι λειτουργούσαν με γκάζι, τους κάθε λογής, πολύχρωμους ανθρώπους ανακατεμένους σε γιορταστικό συγκερασμό. Τουρίστες που φωτογράφιζαν, καθωσπρέπει Αυστριακές που πουλούσαν σοκολατάκια και κρύσταλλα και σέρβιραν βιενουά και Ζάχερ σε ντυμένα με καθρέφτες μαγαζιά, τουρίστες που τρωγόπιναν στους δρόμους και τις πλατείες και τις υπαίθριες αγορές καταπολεμώντας με βορειοευρωπαϊκές θερμίδες το κρύο, στιβαρές Γερμανίδες που πηγαινόφερναν δώδεκα-δώδεκα τα μισόκιλα της μπίρας στα γεμάτα οχλοβοή και ταγκή μυρωδιά ταβερνεία, με το πληθωρικό μπούστο τους να τρεμουλιάζει μέσα στα άσπρα δαντελωτά ντεκολτέ τους από την υπερπροσπάθεια της τουριστικής ατραξιόν, μουσικούς και καλλιτέχνες του δρόμου, ερωτευμένα ζευγάρια, παρέες, μαμάδες με παιδιά, παγωμένες λίμνες και πιρουέτες του πατινάζ, ορχήστρες που σάλπιζαν ύμνους και βαλς μέσα σε όπερες ίδιες βελούδινες μπιζουτιέρες. 

Αυτό ήταν το πλεονέκτημα όσων είχαν γράψει αρκετά χιλιόμετρα ζωής, σκέφτηκε η Μίνα: το ότι μπορούσαν να δουν, ν’ ακούσουν, να μυρίσουν, να γευτούν και να ζήσουν προτού ακόμα δουν, ακούσουν, μυρίσουν, γευτούν και ζήσουν. Ακριβώς όπως έκανε τώρα εκείνη, ζώντας το ταξίδι χωρίς το ταξίδι καθώς διέσχιζε τον καλογυαλισμένο, φαρδύ διάδρομο, μπλοκάροντας με μόνη τη δύναμη της θέλησής της τη νερουλή μουσική και συντονίζοντας την ακοή της στα ροδάκια του καροτσιού της που κροτάλιζαν πίσω της, χαρούμενα σαν τριγωνάκια παιδιών στα κάλαντα. Στάθηκε μπροστά στα κοκκινομάγουλα πιτσιρίκια με τα πλεκτά σκουφιά – κοριτσάκια με καρό φουστίτσες και μαύρες μπαρέτες στα πόδια, όπως αυτές που φορούσαν οι κούκλες παλιά, ξανθά αγόρια με χρυσά καμπανάκια στα χέρια, χαμογελαστά, ντυμένα με τουίντ σακάκια, πράσινα κασκόλ και καφετιές ορειβατικές μπότες. Όλα τους σε εκπαιδευμένα μελετημένη διάταξη, να ψάλλουν με τα στόματα για πάντα ανοιχτά μπροστά σε σκεπασμένα με πλαστικό χιόνι, ζωγραφισμένα με αερογράφο πήλινα σπίτια, φωτισμένα από κρυφά κίτρινα λαμπάκια για την ψευδαίσθηση της θαλπωρής, κι έναν Αμερικάνο Αϊ-Βασίλη με άσπρη γενειάδα και μαύρες γαλότσες σκαρφαλωμένο στην καμινάδα, με το γεμάτο τσουβάλι του επ’ ώμου, τόσο δυσανάλογα μεγάλο που ακόμα κι ένα πεντάχρονο μπορούσε να καταλάβει ότι στον αιώνα τον άπαντα δεν θα χωρούσε να μπει μέσα. 

Η Μίνα κοίταξε τις τιμές στη στενή λωρίδα στο κάτω μέρος του ραφιού, δεν είδε ούτε μία κίτρινη ετικέτα, και προχώρησε. Κανένα «δύο στην τιμή του ενός» εδώ, ούτε «παίρνετε τρία από το ράφι και πληρώνετε το ένα», τίποτα απ’ αυτά τα περίπλοκα σαν διαφορικές εξισώσεις μείον τοις εκατό των προσφορών, ορισμένων τόσο εξωφρενικών ώστε να συνδυάζουν την αγορά των ζυμαρικών με τις πάνες ακράτειας. Πάνες ακράτειας δεν χρειαζόταν ακόμα, κι από μακαρόνια στα ντουλάπια της, να φάν’ κι οι κότες. Έριξε στο καλάθι της ένα ημερολόγιο, απ’ αυτά τα κοντόχοντρα παλιακά με τους μεγάλους μαύρους αριθμούς και τα φύλλα που ξεκολλούσαν ένα ένα –έξτρα μπόνους τα γλυκανάλατα ποιηματάκια και οι λαϊκές σοφίες του πίσω μέρους– και προχώρησε στο Εξπρές. Η ουρά δεν ήταν μεγάλη, κι έπειτα από τέσσερα καλάθια, στάθηκε μπροστά στη Βάσω και της χαμογέλασε. Η Βάσω ανταπέδωσε το χαμόγελο και πέρασε τα τέσσερα πράγματα που είχε απλώσει η Μίνα στην κυλιόμενη ταινία (περιμένοντας τα τέσσερα καλάθια ν’ αδειάσουν και να εξαργυρωθούν, είχε τακτοποιήσει τη χειραποσκευή της στην πίσω εσοχή του ταμείου, κατεβάζοντας και το χερούλι): ένα κοτόπουλο κομμένο στα τέσσερα, μία γατοτροφή από τις ακριβές, το ημερολόγιο και το pièce de résistance της ημέρας, χυλοπίτες με μετσοβόνε (χωρίς πάνες ακράτειας). 

«Καλά Χριστούγεννα, Βάσω μου». 

«Και του χρόνου να είμαστε καλά, κυρία Μίνα», είπε η Βάσω δίνοντάς της την απόδειξη και τα ρέστα. «Με υγεία και χαρά». 

Η Μίνα στάθηκε μπροστά στην αυτόματη γυάλινη πόρτα, κούμπωσε το παλτό της, φόρεσε το καπέλο και τα γάντια της, και σήκωσε το χέρι γνέφοντας στην υπάλληλο πίσω από τον πάγκο της υποδοχής. Παλιά καραβάνα η Ζωή σ’ αυτό το σούπερ μάρκετ, είκοσι χρόνια τώρα ζέσταινε την καρδιά των πελατών της ανεξαρτήτως επαγγελματικής υποχρέωσης. Στη Μίνα που είχε αδυναμία, είχε μόλις μετατρέψει σε δώρο-κομψοτέχνημα το ημερολόγιο των δύο ευρώ. Γιορτινό σακουλάκι, λεπτές σατέν κορδέλες, ένα μικρούλι γκυ με χρυσά φιλιγκράν φύλλα – συσκευασία αντάξια της μεγάλης γιορτής. 

Το ταξίδι είχε τελειώσει, όσο υπήρχαν άνθρωποι όμως πάντα θα υπήρχε επόμενο. Με τη σακούλα της στο χέρι, η Μίνα βγήκε στον τσουχτερό αέρα και κοντοστάθηκε να κοιτάξει το βιομηχανικό δέντρο, προτού κατηφορίσει για το σπίτι. Το βράδυ η Αμαλία θα ερχόταν να φάνε μαζί και θα κοιμόταν εκεί και την επομένη το πρωί θα φορούσε το κόκκινο καπέλο της, αυτό που εδώ και δέκα χρόνια δεν είχε καταφέρει ν’ αλλάξει, θα έριχνε στην τσάντα της το ημερολογιακό δώρο της –δύο σε ένα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά– και θα έβγαιναν βόλτα. 

Όχι στη Βιέννη, ούτε στο Σάλτσμπουργκ, ούτε στο Μόναχο. Μόνο μέχρι την πλατεία θα πήγαιναν. Αλλά θα ήταν μαζί και, δόξα τω Θεώ, θα είχαν κοιτάξει κατάματα τα Χριστούγεννα για μία ακόμα χρονιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου για υβριστικό, προσβλητικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο, πριν εμφανιστούν δημόσια. Δε θα δημοσιεύονται, επίσης, σχόλια που περιέχουν προσωπικές επιθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΧΟΛΙΩΝ

1. Γράψτε το σχόλιό σας στο σχετικό πλαίσιο.
2. Γράψτε τα στοιχεία της λεκτικής επαλήθευσης (λατινικοί χαρακτήρες).
3. Aπό τη λίστα Eπιλογή ταυτότητας επιλέξτε Όνομα/Διεύθυνση URL και γράψτε το όνομα ή το ψευδώνυμό σας (δε χρειάζεται να συμπληρώσετε το πεδίο Διέυθυνση URL).
4. Πατήστε στην επιλογή ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ.
5. Ελέγξτε αν εμφανίστηκε το μήνυμα επιβεβαίωσης στο πάνω μέρος του παράθυρου σχολιασμού.