Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει, ως σήμερα, κάνει ελάχιστα πράγματα για μια δημοκρατική μεταρρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Ένα από αυτά ακυρώθηκε πρόσφατα από το ΣτΕ. Η διαδικασία επιλογής διευθυντών, η οποία νομοθετήθηκε από τον τότε υπουργό Αρ. Μπαλτά, προέβλεπε τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών (στο 30%) στην ανάδειξη των διευθυντών των σχολικών μονάδων. Ο νόμος αυτός – που δεν ήταν χωρίς προβλήματα – έδινε τη δυνατότητα για την καλλιέργεια της δημοκρατικής κουλτούρας εντός των Συλλόγων Διδασκόντων. Τους έδινε τη δυνατότητα να συνομιλήσουν με τον κάθε υποψήφιο διευθυντή γύρω από τις παιδαγωγικές αντιλήψεις και το εκπαιδευτικό σχέδιο που θα υιοθετούσε το συγκεκριμένο σχολείο τα επόμενα χρόνια. Το νομοσχέδιο ακολουθούσε τη σημαντική παράδοση της προοδευτικής, δημοκρατικής εκπαίδευσης. Ο John Dewey – ένας από τους κορυφαίους παιδαγωγούς του 20ου αιώνα – υποστήριζε πως «κάθε δάσκαλος πρέπει να έχει κάποιο τακτικό και οργανικό τρόπο, με τον οποίο μπορεί, άμεσα ή μέσω δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων, να συμμετέχει στη διαμόρφωση των κυριάρχων στόχων, μεθόδων και υλικών του σχολείου, στο οποίο είναι μέλος».[1] Κατέδειξε, έτσι, ως βασικό στοιχείο ενός δημοκρατικού σχολείου την ενεργή παρουσία του Συλλόγου Διδασκόντων.
Είναι προφανές πως την πρώτη – και μάλλον τελευταία – φορά που ακολουθήθηκε αυτή η διαδικασία οι Σύλλογοι Διδασκόντων δεν λειτούργησαν σύμφωνα με το δημοκρατικό πνεύμα. Πώς θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε, όταν επί τόσα χρόνια οι εκπαιδευτικοί είναι συνηθισμένοι στην απάθεια και την ατομικότητα; Όταν είναι πιο εύκολο να δημιουργηθούν σχέσεις πελατειακού χαρακτήρα και όχι δημοκρατικής συνεργασίας; Η εμπέδωση μιας κουλτούρας δημοκρατίας είναι αργή και βασανιστική διαδικασία. Χρειάζεται χρόνο και εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτός ο νόμος άνοιγε ένα ολόκληρο πεδίο δυνατοτήτων.
Το ΣτΕ, όμως, δεν τα επιτρέπει κάτι τέτοια. Σύμφωνα με την Ολομέλεια ο δημοκρατικός τρόπος επιλογής διευθυντών είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας» και αυτό γιατί ανατίθεται «η αρμοδιότητα επιλογής στο Σύλλογο Διδασκόντων στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικού και με τη διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας». Το ΣτΕ, λοιπόν, απεφάνθη! Η ισότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων απειλείται από τη δημοκρατική συμμετοχή όλων σε μυστική ψηφοφορία! Το ΣτΕ συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η διοίκηση των σχολικών μονάδων πρέπει «να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια διοίκησης) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία».
Προσπερνώντας το γεγονός πως τα κατά τόπους ΠΥΣΠΕ (Υπηρεσιακά Συμβούλια Διοίκησης) είναι οι πυρήνες των πελατειακών σχέσεων στην εκπαίδευση – όλοι γνωρίζουν τα όργια μηχανορραφιών σε κάθε επιλογή διευθυντών, τοποθέτηση αναπληρωτών κτλ – ας μείνουμε στην ουσία του επιχειρήματος. Το ΣτΕ μας την λέει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο: Η ισότητα μπορεί να διασφαλιστεί όχι με δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά με ανεξάρτητες αρχές!
Συμφωνώντας κάποιος με το ΣτΕ θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η θέση του διευθυντή δεν είναι κάποιο δημόσιο αξίωμα, ώστε να επιλέξουμε τον διευθυντή δημοκρατικά, αλλά μία διοικητική θέση σε ένα γραφειοκρατικά και ιεραρχικά δομημένο οργανισμό. Ως εκ τούτου χρειαζόμαστε τους πλέον άξιους και μερικούς αδιάφθορους για να τους επιλέξουν. Και εδώ είναι η ουσία. Για το ΣτΕ και για όσους φωνάζουν για αξιοκρατία, η εκπαίδευση είναι ακόμα ένας τεχνοκρατικός μηχανισμός (κοινωνικοποίησης, ιδεολογίας ή καλλιέργειας δεξιοτήτων) που ως τέτοιος είναι αυτόνομος, σαφώς διακεκριμένος από την κοινωνία. Είναι ένας μηχανισμός που μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά με όρους αποδοτικότητας. Και, βέβαια, είναι ένας μηχανισμός που προσφέρει ευκαιρίες καριέρας σε στελέχη.
Για εμάς τους εκπαιδευτικούς, όμως, το σχολείο δεν μπορεί να είναι απλώς ένας μηχανισμός. Είναι πολλά παραπάνω. Και αυτό, γιατί πάνω από όλα η μόρφωση των παιδιών και της κοινωνίας είναι δημόσια υπόθεση. Και, όπως σε κάθε δημόσια υπόθεση, σημασία δεν έχει η καριέρα μερικών στελεχών, αλλά η συμμετοχή όλων στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση των αποφάσεων, η ισότιμη συμμετοχή και η κοινωνική συνεργασία των από κάτω μέσα και έξω από το σχολείο. Το θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι οι ανεξάρτητες αρχές και ορισμένοι αποτελεσματικοί διοικητικοί. Είναι η πίστη στον άνθρωπο και στη χειραφέτησή του. Και με βάση αυτήν την πίστη πρέπει να σκεφτόμαστε το σχολείο και να εργαζόμαστε σε αυτό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ποτέ δεν θέλησε να καταλάβει το μέγεθος των αλλαγών που πρέπει να κάνει για την εκπαιδευτική και κοινωνική μεταρρύθμιση Για αυτό ηττάται ακόμα και στα απλά. Ο νόμος για την επιλογή των διευθυντών ήταν ένα μεμονωμένο και δειλό βήμα. Δεν επιχειρήθηκε ποτέ μια συνολική, δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια σειρά ριζικών παρεμβάσεων στο θεσμικό πλαίσιο, στις σχολικές υποδομές και στις εργασιακές σχέσεις και στην (επι)μόρφωση των εκπαιδευτικών. Θα απαιτούσε τη θέσπιση της δυνατότητας των εκπαιδευτικών να κρίνουν το Αναλυτικό Πρόγραμμα και τα διδακτικά πακέτα που το συνοδεύουν. Θα απαιτούσε τη στήριξη του έργου του με ειδικούς επιστήμονες (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς), παιδαγωγική ελευθερία, φυσιολογικούς ρυθμούς μάθησης για τα παιδιά, έμφαση στη συνεργατική μάθηση, άνοιγμα του σχολείου στην κοινότητα.
Από την πλευρά των εκπαιδευτικών ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να διεκδικήσουμε ένα διαφορετικό περιεχόμενο για το σχολείο μας, να διαμορφώσουμε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο θα βρίσκουν νόημα μαθητές και γονείς. Ήρθε η ώρα να συγκροτήσουμε ένα ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό κίνημα για τη δημοκρατική εκπαίδευση, το οποίο δεν θα περιορίζεται στους 4 τοίχους της σχολικής αίθουσας, αλλά θα είναι ταυτόχρονα ένας κοινωνικός και πολιτικός αγώνας.
[1] J. Dewey: Democracy and educational administration στο Later Works, τομ. 11, 1937, σ. 222.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει, ως σήμερα, κάνει ελάχιστα πράγματα για μια δημοκρατική μεταρρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Ένα από αυτά ακυρώθηκε πρόσφατα από το ΣτΕ. Η διαδικασία επιλογής διευθυντών, η οποία νομοθετήθηκε από τον τότε υπουργό Αρ. Μπαλτά, προέβλεπε τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών (στο 30%) στην ανάδειξη των διευθυντών των σχολικών μονάδων. Ο νόμος αυτός – που δεν ήταν χωρίς προβλήματα – έδινε τη δυνατότητα για την καλλιέργεια της δημοκρατικής κουλτούρας εντός των Συλλόγων Διδασκόντων. Τους έδινε τη δυνατότητα να συνομιλήσουν με τον κάθε υποψήφιο διευθυντή γύρω από τις παιδαγωγικές αντιλήψεις και το εκπαιδευτικό σχέδιο που θα υιοθετούσε το συγκεκριμένο σχολείο τα επόμενα χρόνια. Το νομοσχέδιο ακολουθούσε τη σημαντική παράδοση της προοδευτικής, δημοκρατικής εκπαίδευσης. Ο John Dewey – ένας από τους κορυφαίους παιδαγωγούς του 20ου αιώνα – υποστήριζε πως «κάθε δάσκαλος πρέπει να έχει κάποιο τακτικό και οργανικό τρόπο, με τον οποίο μπορεί, άμεσα ή μέσω δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων, να συμμετέχει στη διαμόρφωση των κυριάρχων στόχων, μεθόδων και υλικών του σχολείου, στο οποίο είναι μέλος».[1] Κατέδειξε, έτσι, ως βασικό στοιχείο ενός δημοκρατικού σχολείου την ενεργή παρουσία του Συλλόγου Διδασκόντων.
Είναι προφανές πως την πρώτη – και μάλλον τελευταία – φορά που ακολουθήθηκε αυτή η διαδικασία οι Σύλλογοι Διδασκόντων δεν λειτούργησαν σύμφωνα με το δημοκρατικό πνεύμα. Πώς θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε, όταν επί τόσα χρόνια οι εκπαιδευτικοί είναι συνηθισμένοι στην απάθεια και την ατομικότητα; Όταν είναι πιο εύκολο να δημιουργηθούν σχέσεις πελατειακού χαρακτήρα και όχι δημοκρατικής συνεργασίας; Η εμπέδωση μιας κουλτούρας δημοκρατίας είναι αργή και βασανιστική διαδικασία. Χρειάζεται χρόνο και εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτός ο νόμος άνοιγε ένα ολόκληρο πεδίο δυνατοτήτων.
Το ΣτΕ, όμως, δεν τα επιτρέπει κάτι τέτοια. Σύμφωνα με την Ολομέλεια ο δημοκρατικός τρόπος επιλογής διευθυντών είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας» και αυτό γιατί ανατίθεται «η αρμοδιότητα επιλογής στο Σύλλογο Διδασκόντων στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικού και με τη διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας». Το ΣτΕ, λοιπόν, απεφάνθη! Η ισότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων απειλείται από τη δημοκρατική συμμετοχή όλων σε μυστική ψηφοφορία! Το ΣτΕ συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η διοίκηση των σχολικών μονάδων πρέπει «να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια διοίκησης) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία».
Προσπερνώντας το γεγονός πως τα κατά τόπους ΠΥΣΠΕ (Υπηρεσιακά Συμβούλια Διοίκησης) είναι οι πυρήνες των πελατειακών σχέσεων στην εκπαίδευση – όλοι γνωρίζουν τα όργια μηχανορραφιών σε κάθε επιλογή διευθυντών, τοποθέτηση αναπληρωτών κτλ – ας μείνουμε στην ουσία του επιχειρήματος. Το ΣτΕ μας την λέει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο: Η ισότητα μπορεί να διασφαλιστεί όχι με δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά με ανεξάρτητες αρχές!
Συμφωνώντας κάποιος με το ΣτΕ θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η θέση του διευθυντή δεν είναι κάποιο δημόσιο αξίωμα, ώστε να επιλέξουμε τον διευθυντή δημοκρατικά, αλλά μία διοικητική θέση σε ένα γραφειοκρατικά και ιεραρχικά δομημένο οργανισμό. Ως εκ τούτου χρειαζόμαστε τους πλέον άξιους και μερικούς αδιάφθορους για να τους επιλέξουν. Και εδώ είναι η ουσία. Για το ΣτΕ και για όσους φωνάζουν για αξιοκρατία, η εκπαίδευση είναι ακόμα ένας τεχνοκρατικός μηχανισμός (κοινωνικοποίησης, ιδεολογίας ή καλλιέργειας δεξιοτήτων) που ως τέτοιος είναι αυτόνομος, σαφώς διακεκριμένος από την κοινωνία. Είναι ένας μηχανισμός που μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά με όρους αποδοτικότητας. Και, βέβαια, είναι ένας μηχανισμός που προσφέρει ευκαιρίες καριέρας σε στελέχη.
Για εμάς τους εκπαιδευτικούς, όμως, το σχολείο δεν μπορεί να είναι απλώς ένας μηχανισμός. Είναι πολλά παραπάνω. Και αυτό, γιατί πάνω από όλα η μόρφωση των παιδιών και της κοινωνίας είναι δημόσια υπόθεση. Και, όπως σε κάθε δημόσια υπόθεση, σημασία δεν έχει η καριέρα μερικών στελεχών, αλλά η συμμετοχή όλων στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση των αποφάσεων, η ισότιμη συμμετοχή και η κοινωνική συνεργασία των από κάτω μέσα και έξω από το σχολείο. Το θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι οι ανεξάρτητες αρχές και ορισμένοι αποτελεσματικοί διοικητικοί. Είναι η πίστη στον άνθρωπο και στη χειραφέτησή του. Και με βάση αυτήν την πίστη πρέπει να σκεφτόμαστε το σχολείο και να εργαζόμαστε σε αυτό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ποτέ δεν θέλησε να καταλάβει το μέγεθος των αλλαγών που πρέπει να κάνει για την εκπαιδευτική και κοινωνική μεταρρύθμιση Για αυτό ηττάται ακόμα και στα απλά. Ο νόμος για την επιλογή των διευθυντών ήταν ένα μεμονωμένο και δειλό βήμα. Δεν επιχειρήθηκε ποτέ μια συνολική, δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια σειρά ριζικών παρεμβάσεων στο θεσμικό πλαίσιο, στις σχολικές υποδομές και στις εργασιακές σχέσεις και στην (επι)μόρφωση των εκπαιδευτικών. Θα απαιτούσε τη θέσπιση της δυνατότητας των εκπαιδευτικών να κρίνουν το Αναλυτικό Πρόγραμμα και τα διδακτικά πακέτα που το συνοδεύουν. Θα απαιτούσε τη στήριξη του έργου του με ειδικούς επιστήμονες (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς), παιδαγωγική ελευθερία, φυσιολογικούς ρυθμούς μάθησης για τα παιδιά, έμφαση στη συνεργατική μάθηση, άνοιγμα του σχολείου στην κοινότητα.
Από την πλευρά των εκπαιδευτικών ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να διεκδικήσουμε ένα διαφορετικό περιεχόμενο για το σχολείο μας, να διαμορφώσουμε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο θα βρίσκουν νόημα μαθητές και γονείς. Ήρθε η ώρα να συγκροτήσουμε ένα ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό κίνημα για τη δημοκρατική εκπαίδευση, το οποίο δεν θα περιορίζεται στους 4 τοίχους της σχολικής αίθουσας, αλλά θα είναι ταυτόχρονα ένας κοινωνικός και πολιτικός αγώνας.
[1] J. Dewey: Democracy and educational administration στο Later Works, τομ. 11, 1937, σ. 222.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου για υβριστικό, προσβλητικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο, πριν εμφανιστούν δημόσια. Δε θα δημοσιεύονται, επίσης, σχόλια που περιέχουν προσωπικές επιθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΧΟΛΙΩΝ
1. Γράψτε το σχόλιό σας στο σχετικό πλαίσιο.
2. Γράψτε τα στοιχεία της λεκτικής επαλήθευσης (λατινικοί χαρακτήρες).
3. Aπό τη λίστα Eπιλογή ταυτότητας επιλέξτε Όνομα/Διεύθυνση URL και γράψτε το όνομα ή το ψευδώνυμό σας (δε χρειάζεται να συμπληρώσετε το πεδίο Διέυθυνση URL).
4. Πατήστε στην επιλογή ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ.
5. Ελέγξτε αν εμφανίστηκε το μήνυμα επιβεβαίωσης στο πάνω μέρος του παράθυρου σχολιασμού.