Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Εις το επανιδείν


Αναδημοσίευση από το Ενικός
Άρθρο του Στάθη

Τα τζιτζίκια τραγουδούν και στην πόλη. Oμως τραγουδούν αλλιώς στη ζέστη του μεσημεριού στα ορεινά. Ή ίσως τραγουδούσε αλλιώς η παιδική μου ηλικία. Τότε που δεν πηγαίναμε διακοπές, αλλά παραθερίζαμε. Μισό βουνό - μισό θάλασσα, καθώς οι μαμάδες της εποχής αποφάσιζαν ό,τι απαιτεί η τάξη του κόσμου.

Μια τάξη ακόμα τότε ήπια - λίγα μόλις χρόνια μετά τους πολέμους κι ενόσω ακόμα οι άνθρωποι γεύονταν απ’ τη ζωή ό,τι πίστευαν πως τους αναλογούσε με αιδώ και σέβας - προσπαθώντας πάντα οι εργατικοί για ένα καλύτερο αύριο. Κυρίως των παιδιών τους. Καθ’ ότι τότε το «καλύτερο αύριο» υπήρχε. Ζείδωρο και τροπαιοφόρο στις προσευχές και τους αγώνες. Τα παιδιά έπρεπε «να μάθουν γράμματα», όχι τόσον για να γίνουν οτιδήποτε, αλλά «για να γίνουν άνθρωποι».

Οπως καταλαβαίνετε, θα ήθελα πολύ να παραθερίσω φέτος στην παιδική μου ηλικία, αλλά όσα κόλπα κι αν κάνω η πραγματικότητα όλων μας γύρω μας αλλά κελεύει - φεύγουν τα τελευταία χρόνια τα καλοκαίρια σαν τα νεογέννητα χελωνάκια που σπαρταράνε πάνω στην άμμο για να φθάσουν τη μάνα θάλασσα και φθάνει ένα στα πολλά. Βαρύς ο καιρός και τα καλοκαίρια δεν του ξεφεύγουν - κάνουμε όλα τα τερτίπια που μπορούμε, «διακοπές στο σπίτι» ή «αρκεί ένα θερινό σινεμαδάκι» ή «όλοι έχουμε για ένα ουζάκι, βρ’ αδελφέ». Κι όμως πλήθυναν πολύ οι πολλοί που δεν μπορούν πια. Δεν σηκώνει άλλα τεχνάσματα η πίκρα. Μην το βάζετε κάτω. Υπάρχουν πάντα οι άνθρωποι. Υπάρχετε εσείς οι ίδιοι και ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον τον τρόπο σας. Δωρίστε τον κι αυτόν. Θα λάβετε αντίδωρο. Κι αν δεν λάβετε, «δεν χάνουμε την τσόχα, ούτε τα ραφτικά» που έλεγε ο πατέρας μου.

«Ενα γέλιο θα τους θάψει» έλεγε ο αριστερίστικος Μάης του ’68 - τρίχες έλεγε, όπως για τα περισσότερα απ’ όσα είπε. Ενα γέλιο, όμως, κρατάει εμάς ζωντανούς. Ως την επόμενη μέρα. Ως το επόμενο γέλιο. Το κεφάλι ψηλά με ένα χαμόγελο είναι υπερήφανο, το κεφάλι ψηλά χωρίς αυτήν τη θεϊκή ικανότητα (του χαμόγελου) είναι υπεροπτικό.

Και ποτέ οι υπερόπτες δεν μπορούν να ταπεινώσουν τους υπερήφανους. Καλό υπόλοιπον θέρους, με τις νεράιδες και τους κενταύρους, τον ψίθυρο του ανέμου στην αγκαλιά των δένδρων και τις μαριολιές της θάλασσας. Καλό υπόλοιπον θέρους με τις ομορφιές του τόπου μας (ακόμα κι αν τις ζούμε μόνον μέσα το μυαλό μας) και τους ποιητές μας. Ραντεβού τον Σεπτέμβριο...

weird fishes


Αναδημοσίευση από τον Κ.Κ.Μοίρη

Στο νησί απέναντι, σαράντα -και βάλε – χρόνια πριν.
O πατέρας μου -δεινός ψαροφάγος- διάλεγε πάντα το ψάρι που θα τρώγαμε. Μια-δυο φορές τις δέκα μέρες που κρατούσαν οι διακοπές μας, η ίδια ιεροτελεστία. Αν τύχαινε να βρεθεί συναγρίδα ήταν ευτυχισμένος, δεν είχαμε καλές σχέσεις με ψαροκόκαλα και αυτή η άσπρη σάρκα ήταν λαχείο. Τότε τις κόβαν και φέτες, χωρίς πολλές πολλές γκρίνιες. Πήγαινε στην κουζίνα, τις επιθεωρούσε στο ψυγείο, έδειχνε «αυτήν», έμενε πλάι στη ζυγαριά για να αποφύγει τα απρόοπτα και δεν επέστρεφε στο τραπέζι παρά μόνο τη στιγμή που οι μερίδες μας ακουμπούσαν πάνω στη σχάρα και δίπλα τους περίμενε η πιατέλα με το χαρτάκι που ΄χε πάνω σημειωμένο το ζύγι. Εκείνος έτρωγε πάντα κάτι άλλο, μπορεί ένα γιουβέτσι, μια μακαρονάδα, γεμιστά πιπέρια, μπριάμ. Ο προϋπολογισμός των διακοπών άρχιζε και τέλειωνε στα παιδιά του και στη γυναίκα του. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς διάλεγε. Μάλλον να είναι ο μπαμπάς μας. Τότε δεν καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει αυτό, τώρα πια -που μπήκα κι εγώ στο πετσί του ρόλου- ξέρω καλά.
Μετά τα δεκαεφτά, τα καλοκαίρια μας δεν ξανασυναντήθηκαν σε τραπέζια παρά μόνο μετρημένες φορές, εθιμικά, γρήγορα και συνήθως με το βλέμμα στο ρολόι. Έτσι γίνεται, καθένας στη ζωή του. Birds fly.
Όταν όμως τις λιγοστές και σπάνιες πια μέρες των διακοπών μας βγαίνουμε έξω, μόνοι ή με παρέες (χωρίς τα παιδιά πλέον, ήρθε αναπόφευκτα η σειρά μας), όπου κι αν καθίσω και πριν καν προλάβω να παραγγείλω, τον βλέπω σαραντάρη να μπαίνει φουριόζος στην κουζίνα για να προλάβει να διαλέξει τα καλύτερα κομμάτια για μας. Κρέας να παραγγείλουμε, συναγρίδα διαλέγει. Παράξενα πράγματα, αυτονόητα για τους μπαμπάδες.
Kι ύστερα τον βλέπω να δείχνει με καμάρι στο σερβιτόρο το τραπέζι μας. Λέγοντάς του, λάμποντας, «εκεί, σ’ αυτούς». Μόνον εγώ τον βλέπω και με βλέπουν οι άλλοι να χαμογελώ και κανείς δεν τολμάει να ρωτήσει γιατί, είναι σπάνιο σήμερα να βλέπεις ανθρώπους να χαμογελούν έτσι, στα καλά του καθουμένου, γιατί το μυαλό τους ξαφνικά πλημμύρισε από ευτυχία.
Να ‘σαι καλά ρε μπαμπά, σ’ ευχαριστώ για όλα. Και για τα καλοκαίρια μαζί σου, που αντέχουν ακόμη.